βοοδμητήρ

βοοδμητήρ
βοο-δμητήρ, Stierbändiger, -überwältiger

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βοοδμητήρ — ( ῆρος), ο (Α) φρ. «βοοδμητήρ λέων» το λιοντάρι που δαμάζει, που κατανικά τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + δμητήρ «δαμαστής» < (θ.) δμη (πρβλ. δάμνημι «δαμάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”